ταλίκα

ταλίκα
η, Ν
βλ. νταλίκα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταλίκα — ταλίκα, η και νταλίκα, η είδος κάρου και μεγάλου φορτηγού αυτοκινήτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νταλίκα — και ταλίκα, η μεγάλου μήκους φορτηγό, αυτοκίνητο ή ρυμουλκούμενο όχημα, με ισχυρό κινητήρα, το οποίο χρησιμοποιείται για μεταφορά φορτίων σε μακρινές αποστάσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. talika) …   Dictionary of Greek

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”